Η εξοχή ησυχάζει, τυλιγμένη μέσα στην πρωινή ειρήνη, κρυμμένη μέσα σε μιαν αραιή υγρή πάχνη
Μόνο ένας κοκκινολαίμης ακούγεται και λίγες μέλισσες καθώς τρυγούν τ’ άνθη που ξεγέλασε ο ζεστός χειμώνας
Τραγουδούν κι οι πεταλούδες και τα ακίνητα φύλλα στις μικρές πορτοκαλιές, αλλά η ακοή του ανθρώπου είναι ατελής
Βαριές οι μικρές πορτοκαλιές, γεμάτες καρπό, με υπομονή περιμένουν τον άνθρωπο
Εκείνος δραπετεύει στην πόλη, να ξοδέψει την αγωνία του – ξοδεύεται μαζί της
Στην άκρη του δρόμου, το απόγευμα, θυμάται ότι έχει αφήσει τις μικρές πορτοκαλιές να μεγαλώνουν μόνες τους
Leave a Reply